- προβατεών
- προβᾰτ-εών, ῶνος, ὁ,A sheep-pen, Hdn.Epim.113; cf. προβατών.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προβατεών — sheep pen masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατεών — ώνος, ὁ, Α βλ. προβατών … Dictionary of Greek
προβατέων — προβατεύς masc gen pl προβατέω̆ν , προβατεύς masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατεῶνος — προβατεών sheep pen masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβατών — και προβατεών, και προβατιών, ῶνος, ό, Α μάνδρα προβάτων, μαντρί, στάνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον / προβάτιον + κατάλ. εών / ών (πρβλ. βοσκ εών)] … Dictionary of Greek